Δημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο του εξαιρετικού κ. Μπλάνη Νικολάου για τη σχέση Αστυνομικών και Δικαστικών Αρχών και την κείμενη Νομοθεσία που τις διέπει.
1. Οι σχέσεις αστυνομικών και δικαστικών αρχών διέπονται, κατά βάση, από τις σχετικές διατάξεις του ν.1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης», του ν.1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων κ.λ.π.» και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
2. Ειδικότερα, με το ν.1481/1984 προβλέπονται τα ακόλουθα :
Το προσωπικό του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης υποχρεούται να εκτελεί τις δικαστικές αποφάσεις και να συμμορφώνεται στις σχετικές εντολές του αρμόδιου δικαστηρίου, οι σχέσεις δε του εν λόγω προσωπικού με τις δικαστικές αρχές, όταν αυτό ασκεί καθήκοντα ανακριτικού υπαλλήλου και δημόσιου κατήγορου ρυθμίζονται από τον οργανισμό δικαστηρίων και τον κώδικα ποινικής δικονομίας (άρθρο 18).
3. Οι διατάξεις του ν.1756/1988, στις οποίες γίνεται παραπομπή κατά τα ανωτέρω ορίζουν τα ακόλουθα :
α. Τα όργανα που ασκούν γενικά ή ειδικά αστυνομικά καθήκοντα υποχρεούνται να εκτελούν αμέσως και απροφασίστως τις παραγγελίες των δικαστικών αρχών και να παρέχουν τη βοήθειά τους σ΄ αυτές. Η υπαίτια παράβαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά πειθαρχικό αδίκημα, οι δε σχετικές ανακριτικές πράξεις για τη βεβαίωσή του και η άσκηση της πειθαρχικής δίωξης ενεργούνται από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών του τόπου της υπηρεσίας του αστυνομικού οργάνου (άρθρο 9).
β. Στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα υπάγεται η εποπτεία και ο έλεγχος των αστυνομικών αρχών αναφορικά με την πρόληψη και τη δίωξη των εγκλημάτων. Ο ίδιος δικαιούται να παραγγέλλει στις αστυνομικές αρχές, κατόπιν αιτήσεως προσώπου που το δικαιούται ή έχει έννομο συμφέρον, την παράδοση εγγράφων ή χορήγηση αντιγράφων με τους περιορισμούς του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
4. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας περιέχει για το εν λόγω θέμα τις ακόλουθες ρυθμίσεις :
α. Με τις διατάξεις του άρθρου 13 θεσπίζεται υποχρέωση των αστυνομικών αρχών να εκτελούν χωρίς χρονοτριβή τις παραγγελίες των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών, σε περίπτωση δε ανάγκης, οι τελευταίες έχουν το δικαίωμα να ζητούν τη βοήθεια των αστυνομικών αρχών, απευθείας και χωρίς τη μεσολάβηση των προϊσταμένων τους.
β. Με τις διατάξεις του άρθρου 37 καθιερώνεται υποχρέωση των ανακριτικών υπαλλήλων για ανακοίνωση χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα, πληροφοριών σχετικά με την τέλεση αξιοποίνων πράξεων. σε περίπτωση υποβολής μήνυσης σε ανακριτικό υπάλληλο, αυτός την στέλνει χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο για την ποινική δίωξη Εισαγγελέα ή δημόσιο κατήγορο (άρθρο 42 παρ. 3). ΄Οταν δεν απαιτείται έγκληση ή αίτηση, η ποινική δίωξη κινείται αυτεπάγγελτα, ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη (άρθρο 36).
γ. Η ποινική δίωξη στα πταισματοδικεία, ασκείται από το δημόσιο κατήγορο, ο οποίος κατά την άσκηση των καθηκόντων του, με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων του οργανισμού δικαστηρίων και του Κ.Π.Δ. είναι ανεξάρτητος από κάθε άλλη αρχή, (άρθρα 27 και 28).
δ. Η προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση ενεργούνται, ύστερα από παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και υπό τη διεύθυνσή του, μεταξύ των άλλων και από βαθμοφόρους της Ελληνικής Αστυνομίας, που έχουν τουλάχιστον βαθμό αρχιφύλακα παραγωγικής σχολής (άρθρα 31 και 33). Καθήκοντα ανακριτικού υπαλλήλου μπορούν να ασκήσουν πλέον και οι αστυφύλακες που κατατάσσονται με το σύστημα των Γενικών Εξετάσεων (άρθρο 2 παρ. 3 ν.2226/1994). Σε περίπτωση που απειλείται άμεσος κίνδυνος εκ της αναβολής ή πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα, οι ανωτέρω είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις προανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για τη βεβαίωση της πράξης και την ανακάλυψη του δράστη και χωρίς παραγγελία του Εισαγγελέα. Στην περίπτωση αυτή ειδοποιούν τον Εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο και υποβάλλουν σ΄ αυτόν χωρίς χρονοτριβή τις εκθέσεις που συντάχθηκαν (άρθρα 242 και 243). Υποχρέωση μη εφαρμογής της αυτόφωρης διαδικασίας θεσπίζεται, για την εισαγγελική αρχή με το άρθρο 5 παρ. 2 ν.1646/1986 σε περιπτώσεις ήπιας προσβολής της τιμής και εντελώς ελαφρών ή ασήμαντων σωματικών κακώσεων, οι οποίες τελούνται από διαιτητές, βοηθούς τους ή αθλητές, και έως ότου τα πρόσωπα αυτά απομακρυνθούν από το γήπεδο ή άλλους αθλητικούς χώρους. Αν τα ανωτέρω πλημ/τα είναι βαρύτερης μορφής (π.χ. απλή επικίνδυνη ή βαριά σωματική βλάβη), τότε ενεργοποιείται η αυτόφωρη διαδικασία για τα ως άνω πρόσωπα και η σύλληψή τους μπορεί να επιχειρηθεί και πριν την αποχώρησή τους από το γήπεδο (Γνωμ. 2/15-5-1990 Εισ. Πρωτ. Καβάλας).
ε. Η σύλληψη ή προσωρινή κράτηση δραστών αξιοποίνων πράξεων, εκτός των περιπτώσεων των αυτόφωρων εγκλημάτων, ενεργείται μόνο κατόπιν αιτιολογημένου δικαστικού εντάλματος. Η εκτέλεση αυτού γίνεται με τη φροντίδα του Εισαγγελέα από τις Αστυνομικές Αρχές (άρθρα 277 και 283). Ο συλληφθείς κατά τα προαναφερόμενα οδηγείται χωρίς αναβολή στον αρμόδιο Εισαγγελέα, το αργότερο μέσα σε 24 ώρες από τη σύλληψή του και αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα του, εντός του απολύτως αναγκαίου χρόνου για τη μεταγωγή του (άρθρα 279, 410, 418 Κ.Π.Δ. και άρθρο 6 συντάγματος).
στ. Οι επιδόσεις εγγράφων της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 155, σε συνδυασμό με το άρθρο 15 παρ. 7 του ν.1835/1989 γίνονται, ελλείψει ποινικού ή δικαστικού επιμελητή και εν αδυναμία του προέδρου ή γραμματέα της κοινότητας από αστυνομικό όργανο, οι παραβάσεις δε οι σχετικές με την επίδοση, σε περίπτωση που διαπιστωθούν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο του δικαστηρίου ελέγχονται ποινικά και πειθαρχικά απ΄ αυτό (άρθρο 163 Κ.Π.Δ.).
ζ. Κατά τη σύνταξη εκθέσεων, δηλ. εγγράφων που συντάσσονται από δημόσιους υπαλλήλους που εκπληρώνουν καθήκοντα στην ποινική διαδικασία για τη βεβαίωση πράξεων που ενεργούνται από τους ίδιους ή δηλώσεων τρίτων προσώπων, παρίσταται, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δικαστικός γραμματέας ή ανακριτικός υπάλληλος (άρθρο 150). Ομοίως, παρουσία δικαστικού γραμματέα ή άλλου ανακριτικού υπαλλήλου διενεργείται η ανάκριση (άρθρο 241).
η. Οι κατ΄ οίκον έρευνες (άρθρα 253-255) για τη βεβαίωση τέλεσης σοβαρών εγκλημάτων, την αποκάλυψη ή σύλληψη των δραστών κ.λ.π., τελούν υπό τις εγγυήσεις του άρθρου 9 του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι γίνονται πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας. Οι παραβάτες των διατάξεων αυτών υπέχουν ποινική, πειθαρχική και αστική ευθύνη.
θ. Για την εκτέλεση των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων φροντίζουν αυτεπαγγέλτως ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος του δικαστηρίου που την έχει εκδώσει διαβιβάζοντας σχετική εντολή στην αρμόδια αστυνομική αρχή (άρθρα 549 και 552).
5. Στο π.δ.141/1991 σχετικά με τις αρμοδιότητες των οργάνων και την οργάνωση των υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας αναφέρονται τα ακόλουθα :
α. Σε ιδιαίτερο κεφάλαιο (άρθρα 140 – 143) ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την παράσταση αστυνομικής δύναμης στις συνεδριάσεις των δικαστηρίων. Η δύναμη αυτή, υπάγεται στις άμεσες διαταγές του προέδρου του δικαστηρίου μόνον όσον αφορά την τήρηση της τάξης και τη φρούρηση των καταδίκων, υποδίκων και όσων καταδικάζονται από το δικαστήριο και του Εισαγγελέα ή επιτρόπου, όσον αφορά τη μεταφορά τους.
β. Η διάλυση των συγκεντρώσεων και των παράνομων δημόσιων συναθροίσεων (άρθρα 129 – 132) γίνεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του κανονισμού διάλυσης δημοσίων συναθροίσεων. Οι τελευταίες (β.δ.269/1972) ορίζουν ότι στις περιπτώσεις που επιτρέπεται η διάλυση δημόσιας συνάθροισης, αυτή ενεργείται κατόπιν διαταγής εκπροσώπου της Αστυνομικής αρχής, με την παρουσία και κατόπιν γνώμης εκπροσώπου της δικαστικής αρχής (αρμόδιου Εισαγγελέα), ο οποίος προσκαλούμενος από την Αστυνομική αρχή εγκαίρως και σε κατεπείγουσες περιπτώσεις εκτάκτως, οφείλει να παρευρεθεί στον τόπο της συνάθροισης. Η διάλυση της συνάθροισης, σε κατεπείγουσες περιπτώσεις που υφίσταται άμεσος κίνδυνος διασάλευσης της τάξης μπορεί να επιχειρηθεί και πριν από την άφιξη του Εισαγγελέα.
6. Καθήκοντα δημοσίου κατηγόρου, ασκεί πολιτικό προσωπικό του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης που κατέχει πτυχίο ανώτατης σχολής της ημεδαπής ή αλλοδαπής και αξιωματικοί από το βαθμό Υπαστυνόμου Β΄ και άνω, ενώ σε εξαιρετικές περιπτώσεις τα ως άνω καθήκοντα μπορεί να ανατίθενται και σε ανθυπαστυνόμο ή αρχιφύλακα (άρθρο 16 του ν.2800/2000).
7. Προκειμένου για πταισματικές παραβάσεις που βεβαιώνονται από τους υφιαταμένους τους, οι διευθυντές ή διοικητές Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας, μετά από προηγούμενη ακρόαση του παραβάτη, μπορούν να κάνουν δεκτές τις αντιρρήσεις του και να θέσουν την υπόθεση στο αρχείο, με πράξη που συντάσσουν επί του εγγράφου, με το οποίο έχει βεβαιωθεί η παράβαση (άρθρο 14 του ν.1481/1984). Ως διευθυντές ή διοικητές νοούνται εκείνοι στην αρμοδιότητα των οποίων, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, ανάγεται η άσκηση της συγκεκριμένης, κατά τόπο και καθ΄ύλη, αρμοδιότητας. Η ως άνω ενέργεια δεν μπορεί να γίνει από ιεραρχικό όργανο, αφού η »ιεραρχική υποκατάσταση» δεν επιτρέπεται. Για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο απαιτείται οπωσδήποτε προηγούμενη ακρόαση του παραβάτη και αιτιολόγηση της πράξης.
Φεβρουάριος 2015
Νικόλαος Αθ. Μπλάνης
Αντιστράτηγος Αστυνομίας ε.α.
Επίτιμος Προϊστάμενος Κλάδου Οργάνωσης
και Ανθρώπινου Δυναμικού Α.Ε.Α./Υ.Δ.Τ.
Πτυχιούχος Νομικής Σχολής Αθηνών.
απο policeonline