τελευταία χρόνια παρατηρείται ότι όλες οι προσπάθειες εκσυγχρονισμου στην Αστυνομία περιορίζονται μόνο στην αναδιάρθρωση των υπηρεσιών. Για τον πλήρη εκσυγχρονισμό όμως χρειάζεται να γίνει και προσπάθεια αναδιάρθρωσης στους ισχύοντες οργανικούς νόμους που αφορούν τις συνθήκες εργασίας.
Ξεκινώντας αρχικά με δεδομένο ότι για να υπάρχει Αστυνομική Υπηρεσία πρέπει να υπάρχει κτιριακή υποδομή φιλοξενίας αυτής, μεταβαίνουμε στο άρθρο 12 του ΠΔ 45/2008 «Μέτρα Υγιεινής και Ασφάλειας Ένστολου Προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας».
Ειδικότερα το άρθρο 12 αναφέρει τα εξής: «τα κτίρια που στεγάζουν αστυνομικές υπηρεσίες επιβάλλεται να έχουν δομή, στερεότητα, αντοχή και ευστάθεια που απαιτείται για το είδος της χρήσης τους, σύμφωνα με τον Κτηριοδομικό Κανονισμό και λοιπές σχετικές διατάξεις».
Στο σημείο αυτό παρατηρείται ότι ολόκληρη η νομοθετική πρόβλεψη της κτιριακής υποδομής εμπεριέχεται μόνον σε ένα άρθρο ενώ αφήνεται ανοικτό το ενδεχόμενο κάθε κτιριακή εγκατάσταση να μπορεί να στεγάσει Αστυνομική Υπηρεσία.
Ακόμα και η συνέχεια του άρθρου με την παραπομπή στα ισχύοντα του ΠΔ 16/1996 το οποίο αφορά «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας στους χώρους εργασίας σε συμμόρφωση με την οδηγία 89/654/ΕΟΚ» και μέσω αυτού την εφαρμογή ακόμα των ισχυόντων άρθρων του Π.Δ της 14/03/1934 (ΦΕΚ 112/Α/22-3-34) το οποίο αφορά «Περί υγιεινής και ασφάλειας των εργατών και υπαλλήλων πάσης φύσεως βιομηχανικών και βιοτεχνικών εργοστασίων, εργαστηρίων κλπ» δεν εμπεριέχουν πουθενά δέσμευση για την διασφάλιση των κινδύνων που διέπουν λόγω του ιδιαίτερου και της φύσης του αντικειμένου της Ελληνικής Αστυνομίας.
Ακόμα και οι λειτουργικές προβλέψεις όπως αυτές αναφέρονται για χώρους αποδυτήριων και υγιεινής, στο άρθρο 10 στην παράγραφο 20 του ΠΔ 16/1996 και για δημιουργία χώρων ανάπαυσης στη παραγράφου 18 του ιδίου άρθρου, μένουν στο κενό καθώς δεν υπάρχει εξιδικευμένη και αποκλειστική νομοθετική ρύθμιση ως προς τις κτιριακές εγκαταστάσεις τις Ελληνικής Αστυνομίας. Η νομοθετική ρύθμιση πρέπει να εμπεριέχει προβλέψεις για την τήρηση υγιεινής, ασφάλειας και διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κρατουμένων για τα κρατητήρια, την ασφάλεια του προσωπικού και των πολιτών, τη δημιουργία χώρων για το προσωπικό και άλλων συμπεριλαμβανόμενων μέτρων που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις συνθήκες της εργασίας μας.
Συνεχίζοντας το ΠΔ 45/2008 και συγκεκριμένα στο άρθρο 2 και στην παράγραφο 3 γίνεται σχετική πρόβλεψη για ιατρικό έλεγχο του προσωπικού. Συγκεκριμένα γίνεται πρόβλεψη για την ανάγκη και το είδος του ιατρικού ελέγχου που χρήζει το υπηρετών προσωπικό ανάλογα με την εκτελούμενη υπηρεσία του. Το συγκεκριμένο άρθρο όμως δεν καθορίζει ως υποχρεωτική την ιατρική εξέταση θέτωντας χρονικό περιορισμό. Συνέπεια της έλλειψης καθορισμένου χρόνου ιατρικού ελέγχου είναι η συγκεκριμένη διάταξη να μένει ανενεργή. Σε αυτό το σημείο πρέπει να υπάρξει νομοθετική παρέμβαση παρόμοια με την παρέμβαση που είχε γίνει για την ψυχιατρική εξέταση του αστυνομικού προσωπικού. Δηλαδή οι ιατρικοί έλεγχοι που προβλέπονται στην παράγραφο 3 να γίνουν υποχρεωτικοί με ευθύνη της υπηρεσίας και σε οριοθετημένο χρονικό διάστημα.
Συνεχίζοντας την μελέτη των νομοθετημάτων για τις εργασιακές συνθήκες παρατηρούμαι ότι υπάρχουν νομοθετικές παρεμβάσεις οι οποίες είτε δεν εφαρμόζονται είτε δεν έχει γίνει πρόβλεψη για τον τρόπο εφαρμογής αυτών. Παράδειγμα μη εφαρμογής είναι το άρθρο 11 του παρόντος Π.Δ 45/2008 και συγκεκριμένα η παράγραφος 2. Η οποία παράγραφος αναφέρει ότι «τα οχήματα με τα οποία γίνονται συλλήψεις ή προσαγωγές πολιτών φέρουν σταθερό και άθραυστο υαλοπίνακα για το διαχωρισμό των πίσω καθισμάτων». Ενώ παράδειγμα μη πρόβλεψης τρόπου εφαρμογής αποτελεί η παράγραφος 3 του άρθρου 9. Όπου γίνεται πρόβλεψη για άμεση απολύμανση των οχημάτων που μεταγάγουν κρατούμενους που πάσχουν από μεταδοτικό νόσημα. Στην περίπτωση αυτή δεν προβλέπεται σε πιο σημείο θα γίνει η απολύμανση και με ποιου τα έξοδα.
Σε συνεχεία και για το θέμα της ασφάλειας κίνησης των οχημάτων μεταβαίνουμε στην παράγραφο 4 του άρθρου 11, όπου προβλέπεται ο τεχνικός περιοδικός έλεγχος των υπηρεσιακών οχημάτων να πραγματοποιείται ανά διετία. Η πράξη έδειξε σε όλους εμάς, που τυγχάνει να έχουμε ιδιωτικής χρήσης οχήματα και σίγουρα λιγότερο ταλαιπωρημένα, ότι ο τεχνικός έλεγχος πραγματοποιείται σε εξάμηνη βάση. Αν συνυπολογίσουμε και τις υψηλές απαιτήσεις της εργασίας μας, οι οποίες προαπαιτούν να υπάρχουν ασφαλή και σε πλήρη λειτουργία οχήματα, πρέπει να υπάρξει αλλαγή της νομοθετικής ρύθμισης με υποχρεωτικό τεχνικό έλεγχο των υπηρεσιακών οχημάτων σε μηνιαία βάση. Ο έλεγχος αυτός δεν θα πρέπει να είναι απλά συμβουλευτικός αλλά παραπεμπτικός για επιδιόρθωση τυχόν μηχανικών προβλημάτων προτού τεθούν τα οχήματα σε κίνηση.
Οι συνθήκες εργασίας εμπεριέχουν και το ωράριο εργασιας, το οποίο με τη σηρά του εμπεριέχεται στο ΠΔ 394/01 «Χρόνος Εργασίας Προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας». Στο σημείο αυτό μπορούμε να πούμε πως με την τροποποίηση της παραγράφου 7 και η εφαρμογή υποχρεωτικής ανακοίνωσης της υπηρεσίας σε εβδομαδιαία βάση, υπήρξε βελτίωση των εργασιακών συνθηκών. Όμως η τήρηση του ωραρίου εργασίας και γενικά η τήρηση ολόκληρου του ΠΔ 394/01 αποτελεί ένα αγκάθι καθώς δεν υπάρχει πουθενά πρόβλεψη για τον έλεγχο της τήρησης του ωραρίου από τη Διοίκηση. Η ζητούμενη νομοθετική παρέμβαση αφορά τη δημιουργία εντός του ιδίου Υπουργείου ανεξάρτητης αρχής ελέγχου της εργατικής νομοθεσίας του υπηρετούντος προσωπικού. Δηλαδή η δημιουργία αρχής που να μην υπόκειται σε έλεγχο από την διοίκηση και η απόφαση αυτής να είναι δεσμευτική για την διοίκηση προκειμένου να εφαρμοστεί ορθά το προαναφερθέν προεδρικό διάταγμα.
Τέλος ελπίζω να συνεχιστεί η συζήτηση και τελικά να πραγματοποιηθεί η τροποποίηση του κώδικα μεταθέσεων προκειμένου να κλείσει κάθε ανοικτό παράθυρο προς εκμετάλλευση με εικονικούς γάμους, διαζύγια και διάφορα άλλες ενέργειες.
ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΜΕΛΟΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ